- Ατέλα
- (Atella). Αρχαία πόλη της Καμπανίας στην Ιταλία. Το 313 π.Χ. κυριεύτηκε από τους Ρωμαίους. Στον Β’ Καρχηδονικό πόλεμο τάχθηκε με το μέρος του Αννίβα, γι’ αυτό όταν την κατέλαβαν και πάλι οι Ρωμαίοι (211 π.Χ.) την κατέστρεψαν τελείως. Την εποχή του Κικέρωνα (1ος αι. π.Χ.) ακμάζει και πάλι και είναι από τις πιο ανεπτυγμένες πόλεις της Ιταλίας. Ήταν έδρα επισκόπου έως το 1030, οπότε οι κάτοικοί της εγκαταστάθηκαν στην Αμβέρσα. Σήμερα, κοντά στα ερείπια της αρχαίας πόλης, βρίσκεται το χωριό Όρτα ντι Α. ατελανά δράματα. Λαϊκές φάρσες οσκικής προέλευσης, που παίζονταν για ηθικοδιδακτικούς σκοπούς κατά τη διάρκεια των θρησκευτικών τελετών. Το είδος διαδόθηκε στη Ρώμη από μερικούς ηθοποιούς της Α., όπου ήταν ζωηρότερη η ηθογραφική παράδοση και μετονομάστηκε σε fabula atellana από τους Ρωμαίους, στους οποίους ήταν πολύ δημοφιλές έως την εποχή του Νέρωνα. Οι χαρακτηριστικοί τύποι των α.δ. ήταν, κατά τη γνώμη μερικών, οι πρόδρομοι των κωμικών τύπων του ιταλικού θεάτρου: Pappus, ο φιλάργυρος και παραλυμένος γέρος, Maccus, ο λαίμαργος βλάκας που πάντοτε τρώει ξύλο, Buccus, ο ανόητος καυχησιάρης, Dossenus, ο πονηρός καμπούρης κλπ. Στην αρχή ήταν αυτοσχεδιασμοί σε οσκική γλώσσα· πολύ σύντομα έγινε προσπάθεια να αποδοθούν σε λατινικό κείμενο, αλλά αργότερα οι Ρωμαίοι ηθοποιοί αυτοσχεδίαζαν και πάλι. Και στο σημείο αυτό, τα α.δ. μπορούν να θεωρηθούν το μακρινό πρότυπο της Κομέντια ντελ άρτε. Όταν εμφανίστηκαν στη Ρώμη κανονικά θέατρα, στα οποία ανεβάζονταν τραγωδίες και κωμωδίες ελληνικού τύπου, τα α.δ. διατηρήθηκαν απλώς ως exodia, δηλαδή φάρσες που παίζονταν στο τέλος της παράστασης.
Dictionary of Greek. 2013.